Κατηγορίες
ΕΝΗΜΕΡΩΣΕΙΣ

Ο αργός θάνατος της ελληνικής οικονομίας

Η οικονομική θεωρία λέει ότι η μείωση της ζήτησης, εξαρτώμενης της ελαστικότητάς της, οφείλει να αντικατοπτρίζεται στο επίπεδο των τιμών. Στην Ελλάδα την έχουμε καταρρίψει για τους δικούς μας λόγους…

Από την Κυριακή 2 Μαΐου 2010, όπου εξαγγέλθηκαν τα πρώτα μέτρα δημοσιονομικής προσαρμογής στο πλαίσιο του αρχικού μνημονίου, έως σήμερα, η χώρα έχει βιώσει μια σειρά δραματικών αλλαγών.

Ο παραγόμενος πλούτος της συρρικνώθηκε, σε αθροιστική βάση, κατά περίπου 25%, ήτοι κατά ένα ποσοστό το οποίο θεωρείται ρεκόρ σε καιρό ειρήνης.

Η «επίσημη» ανεργία εκτινάχθηκε σε επίπεδα άνω του 27,4% και ο αριθμός των ανέργων ξεπέρασε το 1,34 εκατομμύριο.

Χιλιάδες επιχειρήσεις έβαλαν λουκέτο σε όλη τη χώρα, και ειδικά στα μεγάλα αστικά κέντρα, και τοεισόδημα της συντριπτικής πλειονότητας των πολιτών, συνταξιούχων, μισθωτών, ελεύθερων επαγγελματιών και άλλων γνώρισε μια εκτιμώμενη μέση μείωση που κυμαίνεται μεταξύ 35% και 50%, εξαρτωμένης της πηγής του.

Την ίδια ώρα, οι τιμές προϊόντων και υπηρεσιών σε αυτήν τη χώρα παρουσίασαν μια πρωτοφανή αντίσταση και αποκλιμακώθηκαν με ρυθμό ο οποίος όχι μόνον δεν συνάδει με τις πρωτοφανείς αλλαγές που γνώρισε ο τόπος μας, αλλά αψηφά και τις πλέον θεμελιώδεις αρχές της οικονομικής θεωρίας περίπληθωρισμού, δεδομένων της αρνητικής πιστωτικής επέκτασης και της ασφυκτικής μείωσης της ρευστότητας που βιώνει η Ελλάδα.

Μετά από τρία χρόνια μνημονίου, ο αποπληθωρισμός, ήτοι η εξασφάλιση αρνητικού προσήμου στην ποσοστιαία μεταβολή του δείκτη τιμών καταναλωτή, έκανε για πρώτη φορά την εμφάνισή του μόλις τον προηγούμενο Μάρτιο, με ένα «σεμνό» -0,2% σε ετήσια βάση.

Έκτοτε, η μεταβολή αυτή παραμένει αρνητική, με πλέον πρόσφατη αυτή του Ιουλίου (-0,7%), που ανακοίνωσε χθες η ΕΛΣΤΑΤ.

Μεγάλο μέρος της αντίστασης που επέδειξε το επίπεδο των τιμών στη χώρα μας, εν μέσω δραματικής συρρίκνωσης εισοδημάτων, οφείλεται και στην υπερφορολόγηση, η οποία αντικατοπτρίστηκε στο επίπεδο των τιμών.

Ένα τεράστιο όμως μερίδιο της ευθύνης για την ύπαρξη αυτής της τάσης οφείλεται ευθέως στις δομικού χαρακτήρα στρεβλώσεις που εξακολουθεί να βιώνει η ελληνική οικονομία.

Στρεβλώσεις οι οποίες αντικατοπτρίζουν ευθέως την απουσία ανταγωνισμού και την παράταση της κυριαρχίας καρτέλ και συντεχνιών στη λειτουργία της.

Ως αποτέλεσμα, οι αγορές και τα επαγγέλματα παραμένουν επί της ουσίας κλειστά, ηεπιχειρηματικότητα εμποδίζεται από τη γραφειοκρατία, την αδιαφάνεια και τη φοροδιαφυγή και ηαγοραστική δύναμη των πολιτών αυτής της χώρας μειώνεται ακόμη περισσότερο.

Με άλλα λόγια, το τελικό απότοκο της απουσίας προώθησης των δομικών μεταρρυθμίσεων που έχει ανάγκη ο τόπος απεικονίζεται, πρώτον, στη μειωμένη αγοραστική δύναμη των κατοίκων του, με τις προφανείς κοινωνικές επιπτώσεις που τη συνοδεύουν και, δεύτερον, στη συνεπακόλουθη αδυναμία του να εξέλθει της κρίσης και να ανακάμψει οικονομικά.

Αυτό είναι το βαρύ οικονομικό και κοινωνικό τίμημα που πληρώνει σήμερα η Ελλάδα επειδή αρνείται να αλλάξει.

Όσο η φοροδιαφυγή κυριαρχεί και αναγκάζει την Πολιτεία να διατηρεί τους συντελεστές άμεσης ή έμμεσης φορολογίας σε υψηλά επίπεδα, όσο η γραφειοκρατία και η αδιαφάνεια κυριαρχούν, όσο τα καρτέλ και οι συντεχνίες βασιλεύουν και εμποδίζουν την εξασφάλιση υγιούς ανταγωνισμού στην οικονομία, ο τόπος πολύ απλά δεν μπορεί να δει άσπρη ημέρα.

Πόσο δύσκολο είναι, άραγε, να γίνει το γεγονός αυτό κατανοητό;

Η οικονομία υπερφορολογείται, σημαντικοί κλάδοι της, όπως αυτός της ενέργειας ή των μεταφορών, παραμένουν ακόμη δέσμιοι συμφερόντων και δεν απελευθερώνονται, αυξάνοντας έτσι το τελικό κόστος σειράς προϊόντων, και ταυτόχρονα τα εισοδήματα συνεχίζουν να μειώνονται.

Κατηγορίες
ΕΝΗΜΕΡΩΣΕΙΣ

Η υπόθεση “ceteris paribus”

Στη διατύπωση βασικών νόμων της οικονομικής, της φυσικής και άλλων επιστημών γίνεται μία βασική παραδοχή γνωστή ως “ceteris paribus”. Τι δηλώνεται με αυτή; Πότε και από ποιους χρησιμοποιείται; Είναι μία λατινική φράση που κυριολεκτικά μεταφράζεται ως «με τα άλλα πράγματα ίδια», ωστόσο συνήθως χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι «οι υπόλοιπες μεταβλητές είναι σταθερές».

Στην υπόθεση αυτή στηρίζονται όσοι επιστήμονες (οικονομολόγοι, ψυχολόγοι, φυσικοί κ.α.) επιδιώκουν να αναλύσουν τη σχέση μεταξύ δύο μεταβλητών χωρίς τη δυνατότητα να επιδράσει σε αυτή ένας τρίτος παράγοντας. Αυτό επιχειρείται προκειμένου η ανάλυση να εστιάσει στη μελέτη της αλληλεπίδρασης αυτών των μεταβλητών και να εμβαθύνει σε λεπτομέρειες, κάτι που ίσως να μην ήταν εφικτό να πραγματοποιηθεί αν υπεισέρχονταν στην ανάλυση και άλλοι παράγοντες.

Ειδικότερα στην οικονομική επιστήμη, εξετάζεται η επίδραση μιας οικονομικής μεταβλητής Α σε μία άλλη Β, κρατώντας σταθερές όλες τις άλλες μεταβλητές που μπορούν να επηρεάσουν τη Β. Για παράδειγμα η υπόθεση “ceteris paribus” χρησιμοποιείται στη διατύπωση βασικών νόμων της αγοράς, της ζήτησης και της προσφοράς. Σύμφωνα με τον πρώτο, όταν μειώνεται η τιμή ενός αγαθού τότε αυξάνεται η ζητούμενη ποσότητά του, με τους άλλους παράγοντες που μπορούν να επηρεάσουν τη ζήτηση (εισόδημα και προτιμήσεις των καταναλωτών, η τιμή ενός υποκατάστατου ή συμπληρωματικού αγαθού κ.α.) να παραμένουν σταθεροί. Μία πιθανή μεταβολή ενός εκ των παραγόντων θα έθετε σε αμφισβήτηση την ισχύ του νόμου. Αν π.χ. η αύξηση της τιμής του κοτόπουλου συνοδεύεται από μία ταυτόχρονη αύξηση της τιμής ενός βασικού υποκατάστατου όπως του ψαριού ή του κρέατος, ενδέχεται να μην επηρεάσει τη συμπεριφορά ενός καταναλωτή. Δείτε ένα σχετικό βίντεο στη σελίδα http://www.investopedia.com/video/play/ceteris-paribus/#axzz2CxOVaSLY . Αντίστοιχα, αν και σύμφωνα με το νόμο της προσφοράς, μία αύξηση της τιμής ενός αγαθού θα οδηγούσε (ceterisparibus) σε μία αύξηση της προσφερόμενης ποσότητάς του, αυτό ενδέχεται να μη συμβεί τελικά αν υπάρξει ταυτόχρονη αύξηση στο κόστος παραγωγής του.

Ο Άγγλος οικονομολόγος Alfred Marshall , στο έργο του “Principles of Economics”, αναφέρει σχετικά πως οι δυσκολίες που συναντώνται σε μία οικονομική έρευνα μπορούν να αντιμετωπιστούν με το διαχωρισμό του προβλήματος σε επιμέρους ζητήματα και την εξέταση του καθενός ξεχωριστά. Τελικά, θα επιχειρηθεί ο συνδυασμός όλων των επιμέρους λύσεων σε μία περισσότερο ή λιγότερο ολοκληρωμένη λύση του συνολικού προβλήματος. Κατά τον προαναφερόμενο διαχωρισμό απομονώνονται πιθανοί παράγοντες που η διακύμανσή τους μπορεί να θεωρηθεί «ενοχλητική» , όσο ισχύει η υπόθεση “ceterisparibus”. Αν και η μελέτη κάθε επιμέρους ζητήματος γίνεται με την υπόθεση ότι οι υπόλοιποι παράγοντες παραμένουν σταθεροί, η ύπαρξη αυτών δεν αμφισβητείται αλλά απλά για ένα χρονικό διάστημα αγνοείται. Όσο περισσότερο η εξεταζόμενη σχέση δύο μεταβλητών απομονώνεται από την επίδραση άλλων παραγόντων, τόσο με περισσότερη ακρίβεια αυτή ερευνάται, αλλά ταυτόχρονα και τόσο λιγότερο θα ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Κάθε όμως ακριβής χειρισμός ενός επιμέρους προβλήματος βοηθά στην αντιμετώπιση ευρύτερων προβλημάτων με τα οποία αυτό συνδέεται., κάτι που ίσως να μην ήταν εφικτό υπό διαφορετικές συνθήκες.

Όπως αναφέρθηκε, η υπόθεση αυτή χρησιμοποιείται και σε άλλες επιστήμες όπως σε εκείνη που μελετά την ανθρώπινη ψυχολογία και συμπεριφορά. Αν π.χ. ένα άτομο επιθυμεί να κατεβάσει ένα κάδρο που βρήκε ψηλά στον τοίχο του σπιτιού του, θα θεωρηθεί λογικό ότι θα πάρει μία σκάλα για να ανέβει και να το πάρει (ceterisparibus). Αυτό, όμως, τελικά ίσως να μη συμβεί γιατί το άτομο μπορεί να έχει υψοφοβία ή να βιάζεται να πάει στην εργασία του και να μην προλαβαίνει. Ένα παιδί θεωρεί ότι έχει έναν καλό και υπάκουο σκύλο γιατί όποτε τον πηγαίνει βόλτα στο πάρκο συμπεριφέρεται ήσυχα. Αυτό όμως ισχύει ceteris paribus, γιατί μέχρι τώρα δεν έχει π.χ. συναντήσει καμία γάτα ή άλλο σκυλί στη διαδρομή.

Συμπερασματικά η υπόθεση “ceteris paribus” μπορεί να αποτρέπει την επίδραση τρίτων παραγόντων, ωστόσο η ανάλυση που επιχειρείται με αυτήν μπορεί να θεωρηθεί ως μία καλή αρχή για την επίλυση ευρύτερων προβλημάτων.